ψιλοκόρρης

ψιλοκόρρης
και ψιλοκόρσης, ὁ, Α
φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + κόρση / κόρρη «κρόταφος» και «τρίχες τού κροτάφου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψιλοκόρρης — ψιλοκορρέω to be bald headed imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλοκορρώ — και ψιλοκορσῶ, έω, Α [ψιλοκόρρης] είμαι φαλακρός …   Dictionary of Greek

  • ψιλόκρανος — ον, Μ ψιλοκόρρης*, φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + κρανος (< *κρᾶνον, πρβλ. κρανίον), πρβλ. ορθό κρανος] …   Dictionary of Greek

  • ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”